υπερήλικος

υπερήλικος
-η, -ο / ὑπερῆλιξ, -ήλικος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και λόγιος τ. υπερήλιξ, ο, η, και αρσ. υπερήλικας Ν
ο περασμένης ηλικίας, πολύ ηλικιωμένος, γέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -ήλικος / -ῆλιξ (< ἧλιξ, -ικος «συνομήλικος»), πρβλ. αν-ήλικος, μεσ-ῆλιξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπερήλικος — η, ο ο πολύ ηλικιωμένος, αυτός που έχουν περάσει τα χρόνια του: Υπερήλικοι ζουν στα γηροκομεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατριάρχης — Ο αρχηγός της πατριάς, όνομα που στην Παλαιά Διαθήκη αποδίδεται στους απώτερους προπάτορες των Εβραίων. Οι π. εκείνοι διακρίνονται σε προκατακλυσμιαίους (από τον Αδάμ έως το Νώε, δέκα συνολικά) και σε μετακατακλυσμιαίους (από τον Σημ, γιο του Νώε …   Dictionary of Greek

  • υπερήλικας — ο, Ν βλ. υπερήλικος …   Dictionary of Greek

  • υπερήλιξ — ήλικος, ο, η / ὑπερῆλιξ, ὁ, ἡ, ΝΑ (λόγιος τ.) βλ. υπερήλικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”