- υπερήλικος
- -η, -ο / ὑπερῆλιξ, -ήλικος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και λόγιος τ. υπερήλιξ, ο, η, και αρσ. υπερήλικας Νο περασμένης ηλικίας, πολύ ηλικιωμένος, γέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -ήλικος / -ῆλιξ (< ἧλιξ, -ικος «συνομήλικος»), πρβλ. αν-ήλικος, μεσ-ῆλιξ].
Dictionary of Greek. 2013.